-
1 клёпка
(способ соединения деталей) το πριτσίνωμα, το κάρφωμα гидравлическая - υδραυλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клёпка
-
2 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль